- ιστοριοδιφικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στον ιστοριοδίφη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιστοριοδιφικός — ή, ό [ιστοριοδίφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστοριοδίφη. επίρρ... ιστοριοδιφικώς και ά με ιστοριοδιφικό τρόπο … Dictionary of Greek